Οι μελέτες αποτελεσματικότητας αποτελούν ίσως το πιο κοινό είδος έρευνας, ειδικά τα τελευταία χρόνια, που η ψυχοθεραπεία καλύπτεται από τις ασφαλιστικές εταιρείες (Heiden & Hersen , 2011). Όσο πολυσήμαντος είναι ο ρόλος της έρευνας σε κλινικά πλαίσια, άλλη τόση ένταση υπάρχει στους επιστημονικούς διαλόγους για το τι συνιστά μία έγκυρη έρευνα (McLeod, 2005). Και αυτό εν μέρει ξεκινά ήδη από την γέννηση της ψυχολογίας και της ψυχοθεραπείας ως επιστήμης, τίτλος ο οποίος αμφισβητήθηκε πολύ και αμφισβητείται ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα για ορισμένα είδη ψυχοθεραπείας.
Η εικαστική ψυχοθεραπεία είναι ένας από αυτούς τους κλάδους, των οποίων η επιστημονική εγκυρότητα και κατ’ επέκταση η αποτελεσματικότητά της, έχει δεχθεί αρκετή κριτική. Ένας από τους λόγους που αυτό συμβαίνει είναι πως πρόκειται για ένα νέο κομμάτι στην ψυχοθεραπεία που εφαρμόζεται με επιστημονική εγκυρότητα και συστηματικότητα, ίσως τα τελευταία πενήντα με εξήντα χρόνια (Malchiodi, 2009). Αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι η γενιά που ξεκίνησε να εφαρμόζει την εικαστική ψυχοθεραπεία ίσως είναι ακόμα ζωντανή.
Όπως συμβαίνει πολλές φορές και στην ψυχανάλυση, οι περισσότερες έρευνες αποτελεσματικότητας της εικαστικής ψυχοθεραπείας είναι τύπου μελέτες περίπτωσης και άρα δύσκολο να γενικευθούν (Burleigh & Beutler, 1997). Τα προβλήματα που προκύπτουν στην έρευνα της θεραπείας μέσω τέχνης δεν είναι πολύ διαφορετικά από τις άλλες προσεγγίσεις. Αρχικά, τίθεται το ερώτημα, εάν είναι δυνατή η αντικειμενική μέτρηση της τέχνης, όταν υπάρχει μία μεγάλη ποικιλομορφία στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αν αντικειμενοποιηθεί η δημιουργική διαδικασία τότε απορρίπτεται η υποκειμενική διάσταση του δημιουργού και το όλο νόημα της εικαστικής ψυχοθεραπείας γκρεμίζεται. Παρόλα αυτά, σε κάθε θεραπευτή υπάρχει εσωτερικευμένη με τα χρόνια εμπειρίας, μία ομαδοποιημένη κατάταξη των καλλιτεχνικών δημιουργιών, που έχουν παραχθεί από ένα πληθυσμό με ομοιότητα ως προς την ηλικία, την διάγνωση, το εκπαιδευτικό επίπεδο κτλ. Αυτό όμως που συνεχίζει να αποτελεί κρίσιμο σημείο είναι ότι όλοι οι θεραπευτές δεν συμφωνούν στην ίδια ομαδοποίηση, δεν έχουν τις ίδιες εμπειρίες με τα άτομα που ζητούν βοήθεια, και ακόμα, δεν μπορούν να έχουν τις ίδιες αυτές εμπειρίες που θα καθορίσουν την ερμηνεία τους και το πώς θα αισθανθούν κοιτώντας μία δημιουργία (Gantt, 1998).
Ίσως το πρόβλημα της επιστημονικής εγκυρότητας να μην υπάρχει ουσιαστικά και αυτό που χρειάζεται κανείς να αναρωτηθεί είναι η επιλογή του επιστημολογικού υπόβαθρου που ο κάθε θεραπευτής και η εικαστική ψυχοθεραπεία γενικότερα, θέτει ως πυλώνα της θεραπευτικής διαδικασίας. Όπως συμβαίνει με πολλές προσεγγίσεις, έτσι και με την εικαστική ψυχοθεραπεία, μία θεώρηση της εγκυρότητάς της, έτσι όπως ορίζει ο μοντερνισμός την επιστήμη, μάλλον δεν θα βοηθούσε. Αντίθετα, το επιστημολογικό υπόβαθρο θα ήταν χρήσιμο να στραφεί στον μετανεωτερισμό, την φαινομενολογία, τον κονστρουξιονισμό και ακόμα ίσως στον κοινωνικό κονστουξιονισμό, θεωρίες οι οποίες απορρίπτουν την πεποίθηση ότι υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια και αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα των φαινομένων και την ύπαρξη πολλών πραγματικοτήτων και αληθειών (Παπαδιώτη -Αθανασίου & Σοφτά-Nall, 2018. Willig, 2015) Αυτές οι θεωρήσεις μπορούν να επηρεάσουν τόσο τη θεωρητική νοηματοδότηση όσο και την ίδια την διαδικασία της θεραπευτικής παρέμβασης, και επομένως την έρευνα της αποτελεσματικότητας.
Όσο καίριο κι αν είναι το ζήτημα της επιστημολογίας και της μεθοδολογίας φαίνεται πως λίγη έρευνα έχει γίνει πάνω σ’ αυτό. Στην έρευνά της η Linesch (1995) έδειξε πως δεν υπάρχει ένας κοινός τοπός στην περιγραφή της ερευνητικής εμπειρίας, μέσα από συνεντεύξεις με πέντε εικαστικούς θεραπευτές που ήταν ενεργοί στο ερευνητικό πεδίο. Συγκεκριμένα αναφέρει πως «η ερευνητική εμπειρία ήταν γενικευμένα, υποκειμενικά και αρκετά διαφορετικά ορισμένη από την κάθε συμμετέχουσα» (σελ. 264). Καταλήγει στο συμπέρασμα πως ορισμένα από τα εμπόδια στην έρευνα της θεραπείας μέσω τέχνης είναι η επιμονή της επιστημονικής κοινότητας στη χρήση ποσοτικής μεθοδολογίας και η πεποίθηση ότι η υποκειμενικότητα της τέχνης δεν είναι συμβατή με την επιστημονική έρευνα.
Σίγουρα αυτοί οι προβληματισμοί παραμένουν και θα συνεχίσουν να παραμένουν, αφού η επιστήμη εξελίσσεται και όλο και μεγαλύτερος διάλογος αναπτύσσεται στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα. Αυτό που έχει σημασία να αναλυθεί στην συνέχεια είναι η μεθοδολογία που χρησιμοποίησαν οι έρευνες οι οποίες μελέτησαν την αποτελεσματικότητα της εικαστικής ψυχοθεραπείας. Σίγουρα, ο φόβος της ποιοτικής έρευνας έχει ξεπεραστεί και πολλοί ερευνητές έχουν επιλέξει μία ποιοτική μεθοδολογία για την έρευνά τους, χωρίς φυσικά να λείπει ο πλούτος της ποσοτικής.
Οι συνεντεύξεις πρόκειται για εργαλείο που χρησιμοποιείται αρκετά για να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα μίας παρέμβασης. Στην έρευνά του, ο Ball (2002) χρησιμοποίησε συνεντεύξεις με πέντε συναισθηματικά διαταραγμένα παιδιά, τα οποία συμμετείχαν σε μία παρέμβαση ατομικής, εικαστικής θεραπείας ενός έτους. Τόσο ο θεραπευτής όσο και τα ίδια τα παιδιά επεσήμαναν την θετική εξέλιξη της θεραπείας. Η έρευνα των Ferszt, Hayes, DeFedele, και Horn (2004), μέσα από συνεντεύξεις οχτώ φυλακισμένων γυναικών, οι οποίες αντιμετώπιζαν πένθος λόγω θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου όσο ήταν μέσα στην φυλακή, βρέθηκε ότι η εικαστική ψυχοθεραπεία δημιούργησε γι’ αυτές ένα ασφαλές μέρος για να εκφράσουν το πένθος και τα συναισθήματά τους. Εφτά από τις οχτώ γυναίκες, οι οποίες συμμετείχαν σε μία εβδομαδιαία, ομαδική εικαστική παρέμβαση, που διήρκησε οχτώ εβδομάδες, θεώρησαν αυτή την εμπειρία θετική και μπόρεσαν να εκφράσουν συναισθήματα που δεν ήταν αποδεκτά σε ένα καθεστώς φυλάκισης. Οι Gersch και Sao Jao Goncalves (2006), μέσα από συνεντεύξεις εστίασης (focus group) με παιδιά δέκα ετών τα οποία αντιμετώπιζαν οικογενειακά προβλήματα, πένθος και άγχος, έδειξαν ότι η παρέμβαση εικαστικής ψυχοθεραπείας μέσα στο σχολικό πλαίσιο μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική. Τα παιδιά αυτά επεσήμαναν ότι η εικαστική ψυχοθεραπεία συγκεκριμένα τους βοήθησε να μάθουν να διαχειρίζονται καλύτερα τα συναισθήματά τους.
Φαίνεται λοιπόν ότι η ποιοτική έρευνα με χρήση συνεντεύξεων επιβεβαιώνει την αποτελεσματικότητα της εικαστικής ψυχοθεραπείας με ποικίλους πληθυσμούς, σε ποικίλα πλαίσια, και με ποικίλους στόχους.
Δεν χρησιμοποιείται όμως μόνο η συνέντευξη στην ποιοτική μεθοδολογία για τη συλλογή δεδομένων. Στην έρευνα των Smeijsters και Cleven (2006), στην οποία χρησιμοποιήθηκαν λεπτομερείς αναφορές από οχτώ εικαστικούς θεραπευτές, βρέθηκε ότι και οι επτά προβληματικές περιοχές ενηλίκων σε ιατροδικαστικά ιδρύματα, που σχετίζονταν κυρίως με τον θυμό και τα αλλοιωμένα γνωστικά σχήματα, βελτιώθηκαν σημαντικά μετά από παρέμβαση εεικαστικής ψυχοθεραπείας. Επίσης, οι Seifert και Baker (2002) ανέλυσαν τις δημιουργίες των ηλικιωμένων που είχαν διαγνωσθεί με Alzheimer και διαπίστωσαν πως όχι μόνο μπορούσαν να βρουν συγκεκριμένα μοτίβα στις ζωγραφιές αυτού του είδους πληθουσμού, αλλά κατέληξαν πως η εικαστική παρέμβαση επωφελούσε τους συμμετέχοντες.
Από την άλλη πλευρά, περισσότερες έρευνες έχουν γίνει χρησιμοποιώντας ποσοτική μεθοδολογία καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα για την αποτελεσματικότητα της εικαστικής ψυχοθεραπείας (Franks & Whitaker, 2007. Gussak, 2004. Kearns, 2004. Pachalska, και συν., 2001, κ.ά.). Στην μελέτη του Pifalo (2006), στην οποία χορηγήθηκε το Trauma Symptom Checklist for Children (TSCC) πριν και μετά την παρέμβαση, βρέθηκε ότι η εικαστική ψυχοθεραπεία σε συνδυασμό με την γνωστική-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία σε κορίτσια ηλικίας 8 – 17, τα οποία κακοποιήθηκαν σεξουαλικά, είχε στατιστικά σημαντική μείωση των σκορ στις κλίμακες του άγχους, του μετα-τραυματικού στρες και των υπόλοιπων σχετικών κλιμάκων. Σε μία έρευνα ποσοτικής μεθοδολογίας (Saunders & Saunders, 2000) η οποία διήρκησε τρία χρόνια, φάνηκε ότι 23 από τις 24 προβληματικές συμπεριφορές παιδιών με συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες, βελτιώθηκαν σημαντικά, ενώ η σχέση με τον θεραπευτή έγινε πιο δυνατή. Στην συγκεκριμένη έρευνα χρησιμοποιήθηκαν ερωτηματολόγια που βαθμολογούσαν τα υπάρχοντα προβλήματα και συμπεριφορές, καθώς και το Initial Therapeutic Relationship (ITR), ερωτηματολόγιο που μετρά την ποιότητα της θεραπευτικής σχέσης. Στην έρευνα των Wallace-DiGabro και Hill (2006) δεν φάνηκε να βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές αλλαγές στην απειθαρχία μαθητών στο σχολείο, ωστόσο φάνηκε μία θετική τάση προς αλλαγή της προβληματικής συμπεριφοράς. Το αποτέλεσμα αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στην μικρή διάρκεια της παρέμβασης, δέκα συνεδρίες σε διάστημα έξι εβδομάδων.
Ερευνητικές μελέτες συνεχίζουν να πραγματοποιούνται και στα επόμενα χρόνια αναμένεται να υπάρχει μία μεγάλη πηγή ερευνητικών δεδομένων, η οποία θα ισχυροποιήσει την θέση της εικαστικής ψυχοθεραπείας στον επιστημονικό χώρο.
Βιβλιογραφία:
Ball, B. (2002). Moments of change in art therapy process. The Arts in Psychotherapy, 29(2), 79-92.
Burleigh, L., & Beutler, L. (1997). A critical analysis of two relative arts therapies. The Arts in Psychotherapy, 23(5), 375-381.
Ferszt, G., Hayes, P., DeFedele, S., & Horn, L. (2004). Art therapy with incarcerated women who have experienced the death of a loved one. Art Therapy: Journal of the American Art Therapy Association, 21(4), 191-199.
Franks, M., & Whitaker, R. (2007). The image, mentalisation and group art psychotherapy. International Journal of Art Therapy, 12(1), 3-16.
Gantt, L. (1998). A discussion of Art Therapy as a Science. Art Therapy, 15(1), 3- 12.
Gersch, I., & Sao Jao Goncalves, S. (2006). Creative arts therapies and educational psychology: Let’s get together. Internatonsal Journal of Art Therapy, 11(1), 22-32.
Gussak, D. (2004). Art therapy with prison inmates: A pilot study. The Arts in Psychotherapy, 31(4), 245-259.
Heiden, L., & Hersen , M. (2011). Εισαγωγή στην κλινική ψυχολογία. (Α. Καλαντζή Αζίζι, & Φ. Αναγνωστόπουλος, Επιμ.) Αθήνα: Πεδίο.
Kearns, D. (2004). Art therapy with a child experiencing sensory integration difficulty. Art Therapy: Journal of the American Art Therapy Association, 21(2), 95-101.
Linesch, D. (1995). Art Therapy Research: Learning from Experience. Art Therapy, 12(4), 261-265.
Malchiodi, C. (2009). Εικαστική θεραπεία. Ένας πρακτικός οδηγός. (Ε. Αστερίου, Μεταφρ.) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
McLeod, J. (2005). Ο ρόλος της έρευνας στη συμβουλευτική και τη θεραπεία. Στο J. McLeod, Εισαγωγή στη Συμβουλευτική (Δ. Καραθάνου, & Α. Μαρκαντώνη, Μεταφρ.). Αθήνα: Μεταίχμιο.
Pachalska, M., Franczuk, B., Macqueen, B., Jastrzebowska, G., Perzanowki, Z., & Neldon, K. (2001). The impact of art therapy on the intelligibility of speech in children with cerebral palsy. Ortopedia, traumatologia, rehabilitacja, 3(4), 508-518.
Pifalo, T. (2006). Art therapy with sexually abused children and adolescents: Extended research study. Art Therapy: Journal of the American Art Therapy Association, 23(4), 181-185
Saunders, E., & Saunders, J. (2000). Evaluating the effectiveness of art therapy through a quantitative, outcomes-focused study. The Arts in Psychotherapy, 27(2), 99-106.
Seifert, L., & Baker, M. (2002). Art and Alzheimer-type dementia: A longitudinal study. Clinical Gerontologist, 26(1/2), 3-15.
Smeijsters, H., & Cleven, G. (2006). The treatment of aggression using arts therapies in forensic psychiatry: Results of a qualitative inquiry. The Arts in Psychotherapy, 33(1), 37-58.
Wallace-DiGabro, A., & Hill, D. (2006). Art as agency: Exploring empowerment of at-risk youth. Art Therapy: Journal of the American Art Therapy Association, 23(3), 119-125.
Willig, C. (2015). Ποιοτικές μέθοδοι έρευνας στην ψυχολογία: Εισαγωγή. (Ε. Τσέλιου, Επιμ.) Αθήνα: Gutenberg.
Παπαδιώτη-Αθανασίου, Β., & Σοφτά-Nall, Λ. (2018). Γένεση και εξέλιξη της οικογενειακής θεραπείας. Στο Β. Παπαδιώτη-Αθανασίου, & Λ. Σοφτά-Nall (Επιμ.), Σχολές οικογενειακής – συστημικής θεραπείας. Αθήνα: Τόπος.
Leave a Reply