Ο Δ. ήταν ηθοποιός. Τουλάχιστον τα βράδια και ίσως κάποια πρωινά. Στην πραγματικότητα ήταν Ίκαρος αεροπόρος. Από αυτούς τους όμορφους, ψηλούς και λυγερόκορμους που βλέποντας τους φλερτάρεις επιδεικτικά με την ιδέα του ιμπεριαλισμού απλά και μόνο για να διατηρήσεις την ύπαρξη τους. Πράγματι, ο Δ. ήταν ρομαντικά όμορφος. Καστανόξανθα μαλλιά, ελαφρώς σγουρά που έπεφταν με χάρη στο μέτωπό του και ίσα που άγγιζαν τα αραιά του φρύδια για να σταθούν σαν μεταξωτές κουρτίνες μπροστά από τα γαλανά του μάτια. Τα χείλη του λεπτά, πλαισίωναν το καθαρό χαμόγελό του. Ο Δ. θα μπορούσε να είναι αρχαιοελληνικός κούρος, ή η μεγαλύτερη έμπνευση του πιο ταλαντούχου γλύπτη. Ένας κούρος, που καμία κόρη δεν θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του χωρίς να γύρει το κεφάλι της στον ώμο του. Όπως και στα αγάλματα, το δέρμα του ήταν λείο και απαλό και η μυρωδιά του σώματός του ανάβλυζε σαν οπιοειδής ουσία, ώστε οι κόρες να μην σταματήσουν ποτέ να γέρνουν τους ψηλούς λαιμούς τους πάνω του. Όπως όλοι οι κούροι φάνταζε μακρινός και απρόσιτος. Λες και μία τέτοια ομορφιά είναι αμαρτία να την πλησιάσεις, πόσο μάλλον να την αγγίξεις. Και πώς θα μπορούσες άλλωστε να κάνεις κάτι τέτοιο; Μόνο με μία επίμονη ματιά, η οποία θα χανόταν στο ακανόνιστο του χρόνου όταν θα έστρεφες το κεφάλι αλλού σε κάτι που θυμίζει καθημερινή ζωή.
Αν κάποιος τον συναντούσε στον δρόμο δύσκολα θα υπέθετε πως μία τέτοια φύση με την χάρη του Δ. θα μπορούσε να τσαλακωθεί μέσα σε μία στρατιωτική στολή. Ήταν η εθνική αυτή υπόσχεση κάτι που τον περιόριζε; Δεν μπορεί κάποιος να ξέρει. Αλλά αυτή του την υποταγή στην πατρίδα δεν την δήλωνε ποτέ. Ήταν υποταγή; Πώς θα μπορούσε ο Δ., που ολόκληρη η ύπαρξή του έμοιαζε αιθέρια, να υπηρετεί τον Ελληνικό στρατό μέσα από μία πατριωτική υπόσχεση που είναι τόσο συμπαγής και άκαμπτη, σκληρή και αμετακίνητη όπως τα εθνικά αφηγήματα που κάνουν την ιστορία να είναι παγωμένη στον χρόνο. Ηθοποιός, δηλαδή καλλιτέχνης. Αυτό υποδήλωνε και ο τρόπος που ντυνόταν. Φαρδιά ρούχα να στηρίζονται στους ώμους του παίρνοντας άλλη μορφή, εξαγνισμένη. Ίσως γι’ αυτό να υπηρετούσε στον στρατό. Η στρατιωτική ενδυμασία χρειάζεται και σώματα της Τέχνης για να αποκτήσει αξία. Για να κρύψει την μιζέρια. Για να έχει νόημα η αντίθεση. Ακόμα και αυτή η μεταμόρφωση, η κίνηση πάνω στο φάσμα που αποτελούνταν από άρβυλα, διαταγές, ποίηση, κλασσική μουσική και θεατρικά κείμενα, πώς θα μπορούσε να μην είναι τέχνη; Πώς θα μπορούσε να μην είναι ο ιδανικός συνδυασμός για μία ύπαρξη σαν του Δ.;
Εγώ που αλλάζω μορφή κι από στιγμή σε στιγμή θα χαθώ
από προσώπου της γης στην κόψη μιας αστραπής μια μέρα θα εξαφανιστώ
Αν κάποιος περαστικός συναντούσε τον Δ. στην λιθόστρωτη Πλάκα να παίρνει τον καφέ του σε ένα βιοδιασπώμενο ποτήρι, που το λόγκο της καφετέριας θα τριγυρνούσε σε πολλές κινητές οθόνες για ένα εικοσιτετράωρο, φορώντας το μαύρο, υφασμάτινο παντελόνι του που κατέληγε σε μαύρα άρβυλα – όχι εκείνα του στρατού, τα άλλα που είναι της μόδας στους κύκλους των νεαρών καλλιτεχνών και των νεαρών σκέτο -, και τον ρωτούσε “εσύ τι επαγγέλλεσαι;”, μα φυσικά η μόνη απάντηση θα ήταν “ηθοποιός”. Και το στήθος του θα φούσκωνε αλλά ο περαστικός δεν θα πρόσεχε αυτή την μικρή λεπτομέρεια γιατί θα γινόταν με τρόπο που δεν θα έπρεπε να την προσέξει, θα ήταν απλά μία βαθύτερη ανάσα, σαν εκείνες που τους μάθαιναν στην σχολή, να, εκείνες τις αναπνοές από το διάφραγμα. Αν ο περαστικός επέμενε να τον κοιτάζει και να αναλύει προσεκτικά τις γαλανές φλέβες στο λευκό δέρμα του χεριού του που κρατούσε με δύναμη το ποτήρι – αλλά δεν το σπάει μην ανησυχείς, δεν είναι ο Καπετάν Μιχάλης και καμία σύζυγος κανενός Τούρκου φίλου δεν θα εντυπωσιαστεί (ακόμα) -, θα συνέχιζε να ρωτάει “τι επαγγέλλεσαι στ’ αλήθεια;”. Αλήθεια. Πόσο τον ενοχλούσε αυτή η λέξη. Όχι τον Δ., αυτός είχε συμφιλιωθεί με τις μεταμοντέρνες επιστημολογίες. Ο περαστικός είχε την δυσκολία στην κατάποση, ήδη από την παιδική του ηλικία αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία για άλλους βιοδιασπώμενους καφέδες. Και αυτή η επιμονή του περαστικού στο να μάθει την αλήθεια δεν θα είχε ορμητήριο μία δυσπιστία ως προς την απάντηση του Δ., αλλά θα ανέβλυζε από μία βαθιά απόλαυση του “αποκλείεται να είναι μόνο αυτό”. Όπως όταν η ζωή σου σερβίρει λεμόνια και σκέφτεσαι μέσα στην δυστυχία σου πως αποκλείεται να μπορώ να φτιάξω μόνο λεμονάδα. Τι θα λέγατε για ένα κέικ με λεμόνι; Ή μία τάρτα. Ή μία πάστα τέλος πάντων να κεράσουμε κάποιο καλό παιδί που περνάει τα βράδια απ’ τα σοκάκια και αναρωτιέται γιατί είναι μόνο. Έτσι λοιπόν, μέσα σε αυτή τη σκέψη, ο περαστικός θα συνέχιζε να κοιτάζει την αντανάκλαση του στην γυάλινη, θαλασσί ματιά του Δ. και θα αναρωτιόταν για αυτή την ανθρώπινη ύπαρξη που το φως του ήλιου διστακτικά ακουμπούσε, μη τυχόν και βλάψει με την ζεστασιά του την δροσερή αναπνοή του.
Τότε ο Δ. θα άφηνε το βιοδιασπώμενο ποτήρι του καφέ που φυσικά συλλέχθηκε με ηθικό τρόπο στα τροπικά δάση της Βραζιλίας και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα με την ελάχιστη περιβαλλοντική ρύπανση – τόσο ελάχιστη που κανείς θα νόμιζε πως ο αγέρας φύσηξε τον κάθε κόκκο του καφέ προς την Ανατολή, το όνομα της καφετέριας – και θα έλεγε με την μελωδική φωνή του “μα είμαι και χορευτής”. Ένα παράπονο τότε θα διέκρινε ο περαστικός στην φωνή του Δ. και αμέσως θα καταλάβαινε ότι ο χορός ήταν κάτι που δεν κατάφερε να υλοποιήσει επαγγελματικά. Ίσως ξεκίνησε αργά, ίσως ήξερε πως ο χορός έχει ένα σίγουρο τέλος πριν καν προλάβαινε να συνειδητοποιήσει ότι το σώμα του είναι νέο και δυνατό. Ίσως το παράπονο να είχε να κάνει με κάτι τελείως διαφορετικό, εξίσου εγωκεντρικό αλλά με άλλο στόχο. Τον έρωτα εκείνης της μπαλαρίνας που τον κοίταξε γλυκά μέσα στο φόρεμα της σε χρώμα άγουρου ροδάκινου, εικόνα προ-οικονομίας για το πώς θα διαμορφωνόταν η σχέση τους και ο χωρισμός τους.
Έτσι, ο περαστικός θα σταματούσε τις ερωτήσεις και θα αποφάσιζε πως μία τέτοια καλλιτεχνική παρουσία καλύτερα να την αφήνεις μόνη να υπάρχει, όπως η Μόνα Λίζα βρίσκεται τριπλά περιφραγμένη γιατί αν ο καθένας μπορούσε να την προσεγγίσει τότε η μαγευτική αξία της να χανόταν. Ο φρουρός, η εσοχή στον τοίχο και το γυάλινο τζάμι καθιστούν τον πίνακα άξιο θαυμασμού. Αλλά με τους ανθρώπους ποια είναι αυτή η τριπλή περίφραξη που τους κάνει μουσειακά εκθέματα που αν πλησιάσεις λίγο παραπάνω από ότι πρέπει, το άγρυπνο μάτι του φρουρού, που γίνεται άγριο μέσα στην στολή που μοιάζει με αστυνομικού αλλά δεν είναι, ακολουθεί την ματιά σου σαν να σου λέει “αρκετή απόλαυση είχες, απομακρύνσου”.
Κοινέ θνητέ.
Άραγε υπάρχουν άνθρωποι που είναι σαν πίνακες ζωγραφικής; Αν αυτή η ερώτηση γινόταν στον περαστικό, έπειτα από την συνάντηση με τον Δ., μάλλον θα σου έλεγε ναι. Και μάλλον θα είχε στο μυαλό του τον Δ. Βασικά, επειδή θα είχε στο μυαλό του τον Δ., θα το σκεφτόταν καλύτερα και θα σου έλεγε όχι, μόνο και μόνο για να μην στερηθεί ούτε έναν νευροδιαβιβαστή που ύφαινε την εικόνα αυτού του ατόμου στο κεφάλι του. Μα είναι τόσο πολύτιμες αυτές οι υπάρξεις, που αν είσαι έστω και λίγο πονηρός – όχι όχι, έξυπνος πρέπει να είσαι – δεν μοιράζεσαι τις εικόνες με άλλους, θα σκεφτόταν και τότε σίγουρα στην παραπάνω ερώτηση θα απαντούσε με υπέρμετρη σιγουριά και μία δόση περιφρόνησης “όχι δεν μπορούν να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι”. Και τότε πώς ο Δ. θα μετατρέπονταν από ανθρώπινη ύπαρξη σε έργο τέχνης αν ο κάθε άνθρωπος που απαρτίζει την ανθρωπότητα κρατούσε την εικόνα του για τον εαυτό του;
Για να λυθεί αυτό το αίνιγμα, καλέ μου αναγνώστη, πρέπει να σκεφτείς και να αφουγκραστείς πιο προσεκτικά την ύπαρξη για την οποία τόση ώρα σου μιλάω. Να αφήσεις πίσω σου τις ξανθές μπούκλες και τα μάτια που μοιάζουν με ωκεανούς, το λευκό δέρμα και τα μπράτσα που μπορούν να σηκώσουν το βάρος του σώματος του για χάρη μιας χορευτικής κίνησης, τα ροδαλά χείλη και την γλώσσα που δύναται να σε φιλήσει τόσο απαλά ώστε να εύχεσαι αυτό να ήταν το πρώτο και τελευταίο φιλί που θα μπορούσες να είχες ποτέ. Αν ο περαστικός έμενε λίγο ακόμα στην υποτυπώδη συζήτηση που είχε με τον Δ., θα καταλάβαινε πως πίσω από το παράπονό του για τον χορό βρισκόταν μία υπερηφάνεια. Μία υπερηφάνεια τόσο ζεστή, σχεδόν καυτή σαν λάβα, που όσο περισσότερο έκαιγε τόσο περισσότερο μετατρεπόταν σε ναρκισσισμό. Άραγε αυτοί οι άνθρωποι πέφτουν ποτέ στο ποτάμι; Ή είναι η ύπαρξη τους τόσο αιθέρια, απαραίτητη θα έλεγαν πολλοί, που οι υπόλοιποι απλοί θνητοί δεν τολμούν να τους αφήσουν να πνιγούν; Τι θα απογίνει η ανθρωπότητα χωρίς αυτές τις υπάρξεις, θα σκέφτονται κρατώντας με μανία τα χέρια και τα πόδια των ναρκίσσων μη τυχόν και όλη αυτή η θρησκευτική λατρεία τούς ωθήσει πιο γρήγορα στον πνιγμό. Ένα πράγμα είναι σίγουρο όμως. Πως η αντανάκλαση του νερού χωράει και εκείνους, τους απλούς θνητούς, οι οποίοι όποτε λευτερώνουν την ματιά τους και τολμούν να κοιτάξουν το νερό, για λίγο παραπαίουν, αναγνωρίζοντας και τις δικές τους μορφές φαγωμένες από μέσα, από έναν υπαρξιακό φόβο πως για πάντα μόνες θα κοιτάζουν την αντανάκλασή τους. Και να που οι αιθέριες υπάρξεις δεν μπορούν ποτέ να είναι σίγουρες ότι δεν θα πνιγούν.
Αν ποτέ, καλέ μου αναγνώστη, συναντήσεις μία τέτοια ύπαρξη μην κοιτάξεις το νερό. Όχι για να μην έρθεις αντιμέτωπος με τους δικούς σου υπαρξιακούς φόβους, αλλά για να αποφύγεις αυτόν ακριβώς τον εγωκεντρισμό. Κοίτα την ίδια την ύπαρξη που έχεις απέναντι σου – σε παρακαλώ, μην σταθείς πίσω της προετοιμασμένος να την πιάσεις μην τυχόν και πέσει να πνιγεί. Κοίτα την, μίλα της, άγγιξε την μέχρι να συνειδητοποιήσεις πως δεν είναι παρά μία ανθρώπινη σάρκα καλοπλασμένη, που την ακολουθεί κι αυτήν η ανθρώπινη ιδιότητα, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Και αφού το κάνεις αυτό υπάρχει περίπτωση να ανακαλύψεις πραγματικά τον άνθρωπο που έχεις απέναντί σου, ως άνθρωπο και όχι ως έργο τέχνης. Σου εγγυώμαι πως αυτή θα είναι η ύψιστη απόλαυση.
άρον άρον εγένετο αύριο
αλλά ήταν πλέον πολύ αργά
(;)
. . .
Leave a Reply